- Κούρδος
- οο κάτοικος τού Κουρδιστάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαράφ-Χαν — Κούρδος ιστορικός (1543 1604). Το πλήρες όνομα του είναι Σαράφ Χαν Σαραφαντίν ιμπν Σαμσεντίν Μπιτλισί. Ο Σ. Χ. ανήκε στην οικογένεια των κληρονομικών κυβερνητών της Μπίτλις, πόλης του Ιράν. Ανατράφηκε και μορφώθηκε στο ανάκτορο του ιρανού σάχη… … Dictionary of Greek
κουρδικός — ή, ό [Κούρδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κούρδους ή στον τόπο τους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek